ανέγνωμος — η, ο επίρρ. α χωρίς γνώμη, άβουλος: Σ όλα τα ζητήματα ήταν ανέγνωμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέγνωμος — η, ο 1. άγνωμος, άβουλος 2. απερίσκεπτος, επιπόλαιος … Dictionary of Greek